υφαντος

υφαντος
    ὑφαντός
    3
    [adj. verb. к ὑφαίνω См. υφαινω] тканый
    

(ἐσθής Hom.; πέπλοι Aesch.; ὑφαί Eur.; χιτών NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υφαντος" в других словарях:

  • υφαντός — υφαντός, ή, ό και φαντός, ή, ό 1. ο κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό: Υφαντή πετσέτα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υφαντά υφάσματα ποικιλμένα με σχήματα υφασμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑφαντός — woven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφαντός — ή, ό / ὑφαντός, ή, όν, ΝΑ, και φαντός, ή, ό, Ν [ὑφαίνω] 1. κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό, ο υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντά υφάσματα, συνήθως χοντρά, που έχουν σχέδια ενυφασμένα …   Dictionary of Greek

  • ὑφαντά — ὑφαντός woven neut nom/voc/acc pl ὑφαντά̱ , ὑφαντός woven fem nom/voc/acc dual ὑφαντά̱ , ὑφαντός woven fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντόν — ὑφαντός woven masc acc sg ὑφαντός woven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφανταῖς — ὑφαντός woven fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφανταί — ὑφαντός woven fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντοῖς — ὑφαντός woven masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντοί — ὑφαντός woven masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντοῦ — ὑφαντός woven masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντούς — ὑφαντός woven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»